αφελής

αφελής
-ές (AM ἀφελής, -ές)
1. ανεπιτήδευτος, απλός
2. (για πρόσωπα) απλοϊκός, επιπόλαιος
μσν.
υγιής, ακέραιος
αρχ.
1. (για έδαφος) στρωτός, χωρίς πέτρες
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀφελές
η απλότητα (κυρίως στο ύφος του λόγου).
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολογίας, της οποίας η αρχική σημασία είναι δύσκολο να καθοριστεί λόγω του ότι εμφανίστηκε αργά. Εάν όμως θεωρηθεί ότι η αρχαία σημασία της λ. παραδίδεται στο χωρίο του Αριστοφ. «διά των αφελών πεδίων» (Ιππής 527) «ομαλών, χωρίς πέτρες», τότε γίνεται παραδεκτή η ετυμολ. αφελής < α- στερ. + (ουδ.) *φέλος, που συνδέεται με το φελλεύς «πετρώδες έδαφος». Εξάλλου μία σύνδεση με τα ζάφελος, ζαφελής «ορμητικός, βίαιος» φαίνεται αστήρικτη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀφελής — without a stone masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφελής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, απλοϊκός, εύπιστος: Ήμουν τότε αφελής και τα πίστευα αυτά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀφέλῃς — ἀφαιρέω take away from aor subj act 2nd sg ἀφαιρέω take away from aor subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφελῆ — ἀφελής without a stone neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀφελής without a stone masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀφελής without a stone masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφελέστερον — ἀφελής without a stone adverbial comp ἀφελής without a stone masc acc comp sg ἀφελής without a stone neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'φέλῃς — ἀφέλῃς , ἀφαιρέω take away from aor subj act 2nd sg ἀφέλῃς , ἀφαιρέω take away from aor subj act 2nd sg ἐφέλῃς , ἐφαιρέομαι aor subj act 2nd sg ἐφέλῃς , ἐφαιρέομαι aor subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφελεστέραις — ἀφελής without a stone fem dat comp pl ἀφελεστέρᾱͅς , ἀφελής without a stone fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφελεστέρων — ἀφελής without a stone fem gen comp pl ἀφελής without a stone masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφελές — ἀφελής without a stone masc/fem voc sg ἀφελής without a stone neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφελέστατα — ἀφελής without a stone adverbial superl ἀφελής without a stone neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”